- ηστικος
- ἡστικός3[ἥδομαι] приятный, доставляющий наслаждение
(πάθος Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάθος Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά … Dictionary of Greek
ἡστικοῦ — ἡστικός pleasing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστικῶς — ἡστικός pleasing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)